51. The Last of Us
“Έλα Αλέκα, πάνε χρόνια”. Είπα να ξεκινήσω έτσι το ποστ γιατί κοντεύουν, πόσοι, δυο μήνες; Δυόμιση; Όσοι κοντεύουν από την τελευταία φορά που μπήκα στο dashboard του blog και αφού ξαράχνιασα είπα ότι ήρθε η ώρα να γράψω. Ίσως να το είχα πει και πριν, την ώρα που ήμουν κουκουλωμένη στον καναπέ και προσπαθούσα να πάρω βαθιές αναπνοές. Μαντέψτε: δεν δούλεψε, γιατί να δουλέψει εξάλλου, η επικαιρότητα είναι αμείλικτη, ακόμα και να μην έχεις τα δικά σου προβλήματα, τα οποία μπροστά σε αυτό που συμβαίνει στον κόσμο δεν είναι τίποτα, ακόμα κι αν απέχεις από τις ειδησεογραφικές εκπομπές, ακόμα κι αν κυκλοφορείς μέσα στο σπίτι με μια μάσκα ύπνου και noise cancelling ακουστικά, κάτι θα καταλάβεις για το τι συμβαίνει εκεί έξω, δίπλα μας, και θα αναρωτηθείς “τι κάνω εγώ εδώ”, μήπως παίζουμε στο “The Last of Us” και δεν το έχω καταλάβει, να φτιάξω τουλάχιστον τα μαλλιά μου, να μην είμαι σαν ασπάλαθος με κασκόλ.
Σε περίπτωση που χάσατε τις εξελίξεις ανάμεσα στον κόβιντ και το σήμερα, τις αρχές Φεβρουαρίου δηλαδή, λίγο μετά την αρνητικοποίησή μου πήρα σβάρνα τους γιατρούς για να κάνω ό,τι χρειάζεται για να είμαι ήσυχη όταν θα προσπαθούσαμε να ξαναπάρουμε ωάριο και, κυρίως, όταν θα προσπαθούσαμε να κάνουμε εμβρυομεταφορά. Ο παθολόγος μού είπε να μη λαχανιάζω (τον διαβεβαίωσα ότι όσες φορές έχει συμβεί αυτό στη ζωή μου ήταν κατά λάθος, την ώρα της γυμναστικής στο λύκειο), να κρατάω δυνάμεις, να ξεκουράζομαι, να κάνω οικονομία στη φωνή μου σαν να είμαι σοπράνο στη Λυρική και να πάω μια βόλτα από τον καρδιολόγο. Στην καρδιολόγο πετύχαμε το μπίνγκο, καθόσον η λοίμωξη μού είχε αφήσει λίγο υγρό γύρω από την καρδιά και έτσι πήρα για δέκα μέρες αντιφλεγμονώδη, ενώ τέλος του μήνα θυμίστε μου να ξαναπάω να τσεκάρει η γιατρός το τι έχει απογίνει. Φοβήθηκα πάρα πολύ, το έγραψα και την προηγούμενη φορά νομίζω, κι ακόμα φοβάμαι δηλαδή, δεν ξέρεις τι μπορεί να σου αφήσει αυτός ο διάολος μέσα σου, αλλά κάνω ότι δεν το σκέφτομαι.
Ο Δεκέμβριος ήταν, λοιπόν, ένας χαμένος μήνας θρου εντ θρου, καθώς ούτε το ωάριο που πήραμε γονιμοποιήθηκε, ούτε υπήρξε κάποια καλή διάθεση εκ μέρους της ωοθήκης μου (ξέρετε ποιας) ώστε να έρθει νέο αυγό μέσα στο μήνα. Προφανέστατα είχα μια (ακόμα) κύστη, οπότε το αναπαραγωγικό μου σύστημα πήρε άδεια και επίσημα μέχρι την επόμενη περίοδο. Στο μεταξύ πήγα στο πρώτο μου πάρτι μετά την πανδημία και νομίζω ότι τώρα καταλαβαίνω πώς αισθάνεται ένας Άγγλος σε διακοπές στη Χερσόνησο – κι ας είχα πιει μόνο ενάμισι τζιν τόνικ εκείνο το βράδυ, το να χορέψεις από Lady Gaga ως Μαριάντα Πιερίδη δεν είναι και κανένα κατόρθωμα, αλλά εμένα μού φάνηκε απελευθερωτικό, μια “έξοδος του Μεσολογγίου”, απλά σε μπαρ-καφετέρια στο Μεταξουργείο με φίλους.
Μετά τις γιορτές φυσικά η περίοδός μου καθυστέρησε και όταν πήγα στον γιατρό για πρώτη φορά ήμουν σίγουρη ότι θα κάνω το κέντρο – Μαρούσι κάθε δυο μέρες, αφού είχα ένα αυγό που μεγάλωνε – στην αρχή τουλάχιστον – σιγά σιγά, τουλάχιστον όμως προερχόταν από τη δεξιά ωοθήκη, την πιο αξιόπιστη, τη “Νασιονάλε Νεντερλάντεν” των ωοθηκών (η αναφορά για όσους πρόλαβαν το tagline “οι φίλοι μάς λεν’ Εν Εν”). Υπολόγιζα ότι η ωοληψία θα γινόταν Κυριακή, ωστόσο τη βάλαμε για Δευτέρα, πράγμα που δε μπορώ να πω ότι με είχε αγχώσει, μέχρι το πρωί της Παρασκευής, όταν άρχισα να διαβάζω από δω και από εκεί ότι από Κυριακή βράδυ θα έπεφτε χιόνι παντού στην Αθήνα και θα γινόμασταν Όσλο, χωρίς όμως τα λεφτά των Νορβηγών. Εγώ, όπως όλοι γνωρίζουμε, για το καλό του συνανθρώπου μας, δεν διαθέτω δίπλωμα οδήγησης, ενώ ο Θανάσης που διαθέτει, δεν ξέρει να οδηγεί πάνω στον πάγο, συνεπώς έπρεπε να βρούμε μια λύση για το πώς θα πηγαίναμε στο κέντρο υποβοηθούμενης αναπαραγωγής το πρωί της Δευτέρας χωρίς να αργήσουμε και, κυρίως, χωρίς να σπάσουμε κανένα πόδι στο δρόμο. Ναι, δεν ξέρω ΟΥΤΕ πώς περπατάνε πάνω στο χιόνι, πρώτη φορά στη ζωή μου είδα χιόνι από μακριά στα Ανώγεια όταν ήμουν περίπου έξι χρονών, κι άλλη μια πολλά χρόνια μετά, πάλι από μακριά, στην Ελβετία.
Ο Θανάσης, που μυρίζεται το άγχος μου όπως οι γάτες το πατέ σολομού, φρόντισε να κλείσει, λοιπόν, ένα δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο ακριβώς πίσω από το κέντρο, ώστε να κοιμηθούμε εκεί το βράδυ, να έχουμε λύσει το βασικό μέρος του προβλήματος δηλαδή, το “πώς στον κόρακα θα πάμε ως εκεί“. Ακόμα και ένα μέτρο χιόνι να είχε, θα το φτυάριζα, μη με βλέπετε έτσι κοντή, έχω δυνατά χέρια. ΕΝ ΑΝΑΓΚΗ ΘΑ ΤΟ ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΑ ΚΙ ΑΣ ΜΟΥ ΕΦΤΑΝΕ ΣΤΗ ΜΥΤΗ. Το άλλο μου πρόβλημα ήταν το “πώς στον κόρακα θα πηγαίναμε σπίτι από το κέντρο”, διότι μετά τη μέθη είναι γνωστό πως θες απλά να οριζοντιωθείς και να σηκωθείς μόνο αν έχει πάρει φωτιά ο χώρος όπου βρίσκεσαι. Ευτυχώς πολλοί μετεωρολόγοι έπεσαν έξω για το κέντρο της Αθήνας και καταφέραμε να γυρίσουμε εύκολα (στο σημείο αυτό θέλω να ευχαριστήσω τον Β για την πολύτιμη βοήθειά του ως προς αυτό το κομμάτι). Εντωμεταξύ, καταλαβαίνω απόλυτα το πώς αρέσει το χιόνι στον περισσότερο κόσμο, αλλά εγώ συντάσσομαι με την άποψη του παλιού μου συνάδελφου Σ, ότι είναι παγωμένο νερό και δε βρίσκω κάποιο thrill σε αυτό (είμαι πολύ εύκολος και ευχάριστος άνθρωπος, αφού τα ξέρετε).
Όλα καλά πήγαν στην ωοληψία, εγώ κλασικά μετά από τόσες φορές που έχω κάνει τη διαδικασία ήμουν “έλα πάμε, βάλτε με, δε θέλω να χάσω τη Μενεγάκη το μεσημέρι”, χωρίς εκνευρισμό όμως, χωρίς κανένα συναίσθημα, είχα μια απάθεια επιπέδου “ιγκουάνα κοιτάζει ολημερίς μέσα από το τζαμένιο σπίτι του ένα άδειο δωμάτιο” (κάποτε το λέγαμε και “έπαθα Παυλόπουλο”). Ξύπνησα από τη μέθη λίγο άτσαλα, ήθελα πέντε λεπτάκια ακόμα, αλλά πιο πολύ ήθελα να πάω στο σπίτι μου, κι αυτό οριακά μπορεί να υπερνικήσει και την ανάγκη για φαγητό στη δική μου περίπτωση. Οριακά.
Η μαία μάς φώναξε στο γραφείο του γιατρού να μας πει ότι είχαμε πάρει το ωάριο και, ότι, κλασικά, θα περιμέναμε δυο τηλεφωνήματα, ένα την επόμενη ημέρα για να μάθουμε αν γονιμοποιήθηκε και ένα την Πέμπτη για το αν είχε γίνει βλαστοκύστη και άρα θα είχαμε, επιτέλους, μετά από ένα χρόνο και οκτώ μήνες, έξι κατεψυγμένα γονιμοποιημένα αυγά, με τα οποία θα μπορούσαμε να αρχίσουμε τις εμβρυομεταφορές στις επιθυμητές δυάδες (ένα έμβρυο έχει περισσότερες πιθανότητες να επιζήσει αν έχει και παρέα στη μήτρα). Κοιμήθηκα με το κινητό ανοιχτό, αλλά σε αυτό το σπίτι το σήμα είναι σαν τον καλό μεταβολισμό, πολύ απλά ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ και έτσι δε με βρήκαν αμέσως από την κλινική και πήραν τον Θανάση. Επέτρεψα στον εαυτό μου να ενθουσιαστεί για λίγο με την είδηση ότι είχε γονιμοποιηθεί το αυγό και μετά έφτιαξα έναν καφέ προσπαθώντας να μην το σκέφτομαι. Μέχρι την Τετάρτη το μεσημέρι, που χάζευα Στούντιο 4, και την ώρα που ο Αντώνης Λουδάρος έλεγε κάτι στη Νάνσυ Ζαμπέτογλου και γελούσαν, είπα “αυτό ήταν“. Δεν θα κάνω άλλη ωοληψία. Το άγχος για τα νέα της Πέμπτης, για το αν αυτή θα είναι η τελευταία φορά που μπήκα στο χειρουργείο για να πάρω αυγό, είναι πλέον απάλευτο, ακόμα και για έναν άνθρωπο που πλέον διαθέτει μια προσέγγιση διεκπεραιωτική σε όλη τη διαδικασία.
Θες που είναι το τελευταίο; Θες που ο Λουδάρος μού βγάζει κάτι “μια ζωή την έχουμε”; Θες που έγκωσα; Κάποια στιγμή βγήκε ο Θανάσης από το γραφείο του και του είπα “δεν κάνω άλλη αν δε γίνει βλαστοκύστη αυτό”. Κουράστηκα. Τόσο εύκολα, θα μου πεις; Ναι, τόσο. Ένας χρόνος και οκτώ μήνες. Θα έκανα έρπην μέσα στο χιόνι για να πάω στην κλινική ώστε να μού πάρουν το αυγό. Θα κοιμόμουν με σλίπινγκ μπαγκ απέξω για να μπω πρώτη. Θα έκανα τα πάντα. Φτάνω, όμως, ως εδώ. Οι παλμοί μου έχουν ανεβεί, προσπάθησα να κοιμηθώ το μεσημέρι και δεν τα κατάφερα, σκέφτηκα να φτιάξω μακαρόνια ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΠΙΑΣΕ ΩΣ ΜΕΘΟΔΟΣ ΝΑ ΗΡΕΜΗΣΩ, σκέφτηκα να πάω στα μαγαζιά – ομοίως – σκέφτηκα ακόμα και να πάρω τηλέφωνο στην κλινική να δω ποια είναι η πρόοδος του αυγού μέχρι το απόγευμα της Τετάρτης. Δεν πιάνει τίποτα. Δεν ΜΕ πιάνει τίποτα. Αυτό το αυγό θα είναι το “last of us”. Κι αν δεν μεγαλώσει όσο πρέπει και πάει υπέρ πίστεως, θα τη βγάλουμε με τα αυγά που έχουμε μαζέψει μέχρι τώρα. Πάμε με ό,τι έχουμε και αυτοσχεδιάζουμε στο δρόμο, όπως οι ήρωες στο The Last of Us. Έτσι είναι κι όλη η ζωή, άλλα θες, άλλα κάνεις, άλλα σου έρχονται. Το θέμα είναι να καταλάβεις πότε πρέπει να σταματάς και πότε να αλλάζεις τον τρόπο με τον οποίο προχωράς.