
43. Το κουνούπι
Το βράδυ εκείνης της Πέμπτης με την υγρασία να παίζει την 9η του Μπετόβεν στα κόκαλά σου, σκότωσα το πρώτο μου κουνούπι για φέτος. Ακολούθησα μια από τις μεθόδους “Μίστερ Μιγιάγκι”, δηλαδή το κοπάνησα σε ανύποπτο χρόνο με την παλάμη μου, αυτό είχε παραφάει και δε μπορούσε να κουνηθεί, συνεπώς αντίο ζουζούνι και σόρι νοτ σόρι ταυτόχρονα.
Την επόμενη το πρωί πρωί, μπήκα μέσα στο κέντρο γονιμότητας, και στην αίθουσα αναμονής ήμουν ολομόναχη. “Γεια σας, έχω έρθει για υπέρηχο”, “Καθίστε παρακαλώ”, “Μια ερώτηση να κάνω, μπούκαρε ο Πούτιν και δεν το έμαθα, ΓΙΑΤΙ ΕΙΜΑΙ ΜΟΝΗ ΜΟΥ ΕΔΩ;“. Φυσικά σε δέκα λεπτά είχε γεμίσει το σαλόνι, στο μεταξύ διάβαζα το τελευταίο Πούλιτζερ (πάρα πολύ ποιοτικιά), πώς πέρασε η ώρα να μπω για υπέρηχο ούτε το κατάλαβα, τέλος πάντων, με τούτα και με κείνα θα επέστρεφα στο ιατρείο την επόμενη, διότι το ωάριο ήταν μεν αρκετά ανεπτυγμένο, αλλά δε μπορούσε να παίξει και 5άρι στους Bucks, οπότε έπρεπε να το κρατήσω μέσα μου για λίγο ακόμα.
Την επόμενη το πρωί ο γιατρός μού είπε ότι είχε “πάρει” λίγο μπόι (φάρδος για την ακρίβεια), αλλά το θέλαμε λίγο πιο μεγάλο, οπότε έπρεπε να κάνω επί δυο ημέρες κάτι ενέσεις ώστε η μία να το “αυγατίσει” (pun intended) και η άλλη να το συγκρατήσει από το να σκάσει. Πρώτη φορά θα έκανα άλλες ενέσεις εκτός από την οβιτρέλ, οπότε ένιωσα σε σιγκνίφικαντ βαθμό το άγχος των συναγωνιστριών που ακολουθούν πρωτόκολλα με ενέσιμες ορμόνες – γιατί ως προς την εκτέλεση του task, τα έχουμε ξαναπεί, μιλάμε για το απόλυτο μουσκάρι.
Εννοείται πως στα κοντινά φαρμακεία οι ενέσεις δεν ήταν διαθέσιμες – και πώς να είναι, εξάλλου, τα έχουμε ξαναπεί για το τι γίνεται με τη ζήτηση και την προσφορά σε αυτά τα προϊόντα – οπότε βγήκα στην μαγευτική Κηφισίας κι άρχισα να κατευθύνομαι κάτω από τη μαγιάτικη λαλάγκα προς τα μεγάλα εμπορικά κέντρα που διαθέτουν φαρμακεία και όπου ήλπιζα ότι θα έβρισκα τα φάρμακα. Μπήκα μέσα σε ένα φαρμακείο σχεδόν σίγουρη ότι δεν θα έβρισκα τίποτα από αυτά που ήθελα, τελικά όμως ήταν διαθέσιμες οι τρεις από τις τέσσερις ενέσεις, πήρα λοιπόν ό,τι βρήκα κι έφυγα. Εννοείται πως στο μεταξύ είχα μιλήσει με το Φαρμακείο της Καρδιάς μας, το οποίο κατάφερε να μου εξασφαλίσει την ένεση που έλειπε, άρα δε πρόμπλεμ γουόζ σολβντ – ή έτσι νόμιζα τουλάχιστον.
Μετά είχα ραντεβού με την φίλη μου την Νατάσα στην Κηφισιά και καθώς την περίμενα στον Βάρσο (ναι, είμαστε γριές, υπάρχει κανένα πρόβλημα;) άνοιξα από περιέργεια το κουτάκι από το ένα είδος ενέσεων, για να συνειδητοποιήσω ότι μέσα τους υπήρχαν μόνο ένας διαλύτης και μια σκόνη. “Δηλαδή εγώ τι θα τα κάνω αυτά, θα τα καταπιώ;” σκέφτηκα και, ξεδιπλώνοντας το χαρτάκι με τις οδηγίες χρήσης (αυτό που πετάμε πρώτο συνήθως όταν ανοίγουμε κάθε είδους φάρμακο) διάβασα ότι χρειαζόντουσαν δυο ενέσεις που δε συμπεριλαμβανόντουσαν στη συσκευασία, μια μεγάλη ένεση για να διαλυθεί η σκόνη στο διάλυμα και κατόπιν να αναρροφηθεί και μια σύριγγα μικρή, ώστε να μπορέσει να “χτυπηθεί” η ένεση στην κοιλιά.
Πολύ ωραία σκέφτηκα, δεν θα προλάβεις να φας γαλακτομπούρεκο, πρέπει να πας στο φαρμακείο να σου εξηγήσουν πώς να κάνεις την ένεση. “Τι ντροπή, Θεέ μου”, είπα από μέσα μου, “εγώ που ήθελα να γίνω Γιατρός Χωρίς Σύνορα” να μην ξέρω να αλλάζω σύριγγες στα 38 μου και να απασχολώ τους φαρμακοποιούς. Τέλος πάντων, ως “Κουλή Χωρίς Σύνορα“, δεν είναι να πεις και σπάνιο για μένα, μπήκα σε ένα φαρμακείο στην Κηφισιά όπου πέτυχα έναν εξαιρετικό φαρμακοποιό που μου είπε “εγώ θα σας τις κάνω, μην το συζητάτε καθόλου” και ήταν φροντιστικός σε βαθμό παιδιάτρου που έπρεπε να κάνει εμβόλιο σε πεντάχρονο. “Κοιτάξτε από την άλλη, άμα θέλετε”, είπε την ώρα που “βαρούσε” την πρώτη, “Καλέ γιατρός ήθελα να γίνω, δεν έχω πρόβλημα με τις σύριγγες, να τις αλλάζω δεν ξέρω, καθόσον δεν είναι λάμπες“, τέλος πάντων μού έκανε και τις δυο ενέσεις με διαφορά πέντε λεπτών, όπως είχε υποδείξει ο γιατρός και ούτε με χρέωσε ο άνθρωπος, ας είναι καλά.
Έχω την αμυδρά αίσθηση πως η μία ένεση με έκανε λίγο “ζάντα“, δηλαδή το βράδυ χόρευα ζεϊμπέκικο άνευ μουσικής, ενώ είχα την κόπωση της Μενεγάκη τη χρονιά που αποφάσισε να κάνει μια παύση από την τηλεόραση και έπεσα να κοιμηθώ από τις 10:10 – αυτό είναι και το μυστικό της ομορφιάς μου, αν έχετε αναρωτηθεί ποτέ. Την Παρασκευή θα έμπαινα μέσα για την ωοληψία και στο μεταξύ είχα άγχος μη και σκάσει το “σκασμένο” το ωάριο και πάμε κουβά ενώ είχα και την αγωνία για το τι βαθμό θα έπαιρνε, τώρα που είχα μάθει πως υπήρχε και σύστημα βαθμολογίας/ αξιολόγησης.
Την επόμενη πήγα στο Φαρμακείο της Καρδιάς μας, αφού είχα κάνει μόνη μου την πρώτη, την απλή ένεση, και η φαρμακοποιός μού έκανε την πιο κομπλικέ, ζητώντας μου και συγγνώμη για το τσίμπημα. Το βράδυ, “χτύπησα” και την οβιτρέλ και συνειδητοποίησα πλήρως ότι το κουνούπι είχε ήδη πάρει την εκδίκησή του διότι όλες αυτές οι ενέσεις πρέπει να γίνονται στο “χαμόγελο της κοιλιάς” κι εγώ δεν έχω χαμόγελο σε αυτό το σημείο του σώματός μου, διότι δεν είμαι η Ηλιάνα Παπαγεωργίου. Έπρεπε, λοιπόν, να δουλέψω με τη μπάκα που είχα και να βρω ένα σημείο όπου δεν είχε χτυπηθεί καμία άλλη ένεση εκείνη ή την προηγούμενη ημέρα. Το κουνούπι μέ εκδικήθηκε και πονούσα εκατέρωθεν του αφαλού με έναν περίεργο τρόπο, σαν να έρεε μέσα μου το υγρό, σαν να είχα τσιμπήσει κάποιο νεύρο, σαν τέλος πάντων η κοιλιά μου να έλεγε “την επόμενη φορά θα σε χτυπήσω, κανόνισε”.
Εννοείται πως την Παρασκευή ξύπνησα τα άγρια χαράματα διότι για κάποιο άγνωστο λόγο πονούσα εσωτερικά στην κοιλιά και έτσι πέρασα μερικές ώρες ακόμα ξύπνια και νηστική (το καλύτερό μου #νοτ). Ο υπέρηχος έγινε πολύ γρήγορα και μπήκα στην αίθουσα αναμονής με την ποδίτσα μου, τα ποδονάρια μου και το σκουφάκι μου μαζί με άλλες 5 κυρίες. Πιάσαμε την κουβέντα, πετάχτηκα εγώ κάποια στιγμή και είπα “μην τυχόν και δεν διαβάσετε το μπλογκ μου” (shameless promo is my middle name), τέλος πάντων, λέγαμε η κάθε μια τον πόνο της μέχρι να έρθει η σειρά μας. Μια από όλες ερχόταν πρώτη φορά για ωοληψία και το βασικό πράγμα που τής είπαμε ήταν η λέξη “μέθη”: “μπροστά σε αυτό, δε θα σε νοιάζει τι θα σου κάνουν και πώς θα το κάνουν”. Τόσο πολύ περίμενα κι εγώ τη δική μου μέθη, που όταν μπήκα εγώ στο χειρουργείο, στην ερώτηση αν “θα κοιμηθούμε” είπα “εγώ γι’ αυτό έρχομαι, τα παιδιά δεν με ενδιαφέρουν και τόσο”.
Στο μεταξύ, μια άλλη “συνάδελφο” την είχε λυπηθεί η ψυχή μου, καθώς ετοιμαζόταν για εμβρυομεταφορά και έπινε νερά σαν την Βλαχοπούλου μετά που είχε χαθεί στην έρημο στο “Μια Ελληνίδα στο Χαρέμι”, με την νοσοκόμα να ρωτάει συνέχεια “πιέζεστε αρκετά”, “πιέζομαι’ να της λέει αυτή ευγενικά, και μόνο που την έβλεπα πιεζόμουν κι εγώ διότι δεν έχω χειρότερο από το να κατουριέμαι με τρέλα, τέλος πάντων, κάποια στιγμή είπα στην δόλια την νοσοκόμα “καλά είμαστε μιας και ρωτάτε, δεν φέρνετε μια ουίσκα να την έχουμε πρόχειρη, να χαλαρώσουμε λιγάκι” και προφανώς με αγνόησε, αλλά δε μπορούσα να διαχειριστώ και το γεγονός ότι εκείνη την ώρα από τα μεγάφωνα ακουγόταν ο μόλις εκλιπών Vangelis. Βάλτε τουλάχιστον λίγο Νίκο Μακρόπουλο, να πάμε μερακλωμένες να ξαπλώσουμε, σκεφτόμουν.
Στο χειρουργείο μέσα “έσβησα”, κι όταν λέμε “έσβησα”, πρέπει να κοιμήθηκα κοντά μια ώρα μετά την επέμβαση, λες και είχα γυρίσει από πενθήμερη στη Θεσσαλονίκη που περιλάμβανε κάθε βράδυ μποζουκοέξοδο. “Καλά είστε;” με ρώτησε η αναισθησιολόγος, “γιατί κοιμηθήκατε πολύ ενώ σάς έδωσα την ίδια δόση με όλες τις φορές”. “Καλά είμαι”, της είπα, “αν δεν πεινούσα θα κοιμόμουν κι άλλο, δε ντρέπομαι καθόλου”.
Αυτή τη φορά δεν είχα πόνο μετά τη διαδικασία, το “σουρωτήρι” όμως της μπάκας δεν το ξέχασα, κι ας είχε δημιουργήσει μόνο πέντε τρύπες μέσα σε δυο μέρες. Η κατάρα του κουνουπιού δεν κράτησε άλλο, την επόμενη, μέχρι να μας πουν στο τηλέφωνο ότι το ωάριο είχε γονιμοποιηθεί είχα σταματήσει να πονάω. Μήπως θα προτιμούσα αυτό το discomfort σε σχέση με την μια ένεση το μήνα και τη μακρά διαδικασία του φυσικού κύκλου; Ναι και όχι, δεν έχω καταλήξει, όπως λέω πάντα είμαι πολύ μουσχάρι για να καταλάβω πώς γίνεται να υπερβώ το pain threshold μου, πόσες οργκαλουτράν και αλτερμόν (και ό,τι άλλο) θα χρειαζόντουσαν για να συμβεί κάτι τέτοιο. Πάντως, όσες γυναίκες υποβάλλονται σε θεραπεία με ορμόνες σε ενέσιμη μορφή – λίγες, πολλές, δεν έχει σημασία – είναι σαν να ζουν δίπλα σε βάλτο, απλά έχουν προγραμματισμένες ώρες επισκεπτηρίου από τις σκνίπες. Κι αυτή την ταλαιπωρία δεν νομίζω να την καταλάβει ποτέ κανείς αν δεν την ζήσει έστω και για δυο μέρες.
Πηγή φωτογραφίας εξωφύλλου: Markus Spiske

