Ιστορίες της Koula Shaker

36. Η Πόπη Πότερ και η Έγκριση του ΕΟΠΥΥ, Παρτ Του

Είχαν περάσει τρεις μήνες από εκείνο το ραντεβού με τον γυναικολόγο. Οι εξετάσεις είχαν πραγματοποιηθεί, είχαν φωτοτυπηθεί, είχαν τοποθετηθεί στον φάκελο, είχαν ξεματιαστεί από τη γιαγιά της Πόπης (αυτό δεν το έλεγε κάποια εγκύκλιος, απλά πήρε την πρωτοβουλία η κυρία Καλλιόπη) και περίμεναν ήσυχα ήσυχα να κατατεθούν στην Επιτροπή. Το ραντεβού ήταν μια Τετάρτη στις 9:10. Ο Τάκης είχε κοιμηθεί 3 ώρες, αλλά το έπαιζε ακμαίος σαν τον Κωνσταντάρα στην πισίνα του Ύδρα Μπιτς, προφανώς για να μην αγχώσει κι άλλο την Πόπη. Έφτασαν στο κτίριο όπου στεγαζόταν η επιτροπή μισή ώρα πριν το ραντεβού, πάρκαραν και έτρεξαν στην είσοδο, όπου είχε ήδη αρχίσει να συνωστίζεται κόσμος. “Θα περιμένετε εδώ”, είπε ο υπάλληλος της εταιρείας σεκιούριτι, δείχνοντας με τα χέρια του το χώρο του πάρκινγκ, αν όχι ολόκληρο τον Δήμο, “θα σας φωνάξουμε με τη σειρά σας”. “Έχει κάπου να καθίσουμε;”, ρώτησε ο Τάκης, κάτι που μετάνιωσε αμέσως, όχι τόσο επειδή δεν τους περίμενε ένας καναπές Chesterfield κρυμμένος στη γωνία, αλλά επειδή πήρε την απάντηση “έχετε το νου σας για τη σειρά, εγώ θα σας πρότεινα να κάθεστε εναλλάξ στο αυτοκίνητο”.

Τρία μέτρα μακριά, η Πόπη έπαιρνε βαθιές ανάσες και αναλογιζόταν αν θα έπιανε το ψέμα που είχε πει στον Κώστα ότι ήθελε όλη την ημέρα άδεια για να κάνει κάτι επείγουσες σούπερ εξειδικευμένες εξετάσεις θυρεοειδούς, κι έτσι θα χρειαζόταν να βρίσκεται στο νοσοκομείο για πολλές ώρες. Εννοείται πως είχε “τσινήσει” όταν του είχε ζητήσει την άδεια, “μα είναι τέλος τριμήνου, κλείνουμε ΦΠΑ”, “κλείστε και τα σπίτια σας, χέστηκα”, είχε σκεφτεί, αλλά με οριακά τρεμάμενη φωνή τον είχε παρακαλέσει να της τή δώσει, τονίζοντας πως έπρεπε να κάνει τις εξετάσεις εκείνη ακριβώς την ημέρα.

– Θέλεις καφέ;

– Θέλω, έναν μονό πάρε μου.

Γύρω τους βρισκόντουσαν περισσότερες γυναίκες από ό,τι ζευγάρια, κι άλλοι προφανώς θα είχαν θέματα με τις άδειές τους, σχεδόν κανείς εξάλλου δεν θέλει να πει στον εργοδότη του ότι ετοιμάζεται για μια διαδικασία όπως η εξωσωματική γονιμοποίηση – Ευρώπη σου λέει μετά. Κάποιες έμοιαζαν πιο ταλαιπωρημένες από τις άλλες, κάποιες έμοιαζαν εντελώς άυπνες, κάποιες κάπνιζαν δίπλα στα αυτοκίνητά τους, μια έπινε έναν πολύ αραιωμένο φρέντο, με ένα γυαλί ηλίου βγαλμένο από τα βάθη των 50s και διάβαζε την γερμανική Vogue του προηγούμενου μήνα.

“Εγώ τώρα γιατί νιώθω σαν να περιμένω έξω από γραφείο εισαγγελέα;”, σκέφτηκε και ακούμπησε την πλάτη της στον εξωτερικό τοίχο δίπλα από τις σκάλες. Το τηλέφωνο χτύπησε, δεν ήταν η Σόφη, που υπέβαλε μετά μανίας δηλώσεις ΦΠΑ υπό το άγρυπνο βλέμμα του κυρ-Κώστα, αλλά η μάνα της.

“Έλα μαμά. Περιμένουμε εδώ, ναι. Εγώ δηλαδή, ο Τάκης πήγε να πάρει καφέδες”. Ερχόταν κι άλλος κόσμος στο μεταξύ, ευτυχώς όσοι περνούσαν την κύρια είσοδο είχαν αυτή την αφίσα να τους υπενθυμίζει την πανδημία:

 

 

Τής το έκλεισε γρήγορα, θα την έπαιρνε μόλις είχε νέα, έφτανε κι ο Τάκης με τους καφέδες και μια σακούλα – με μπουγάτσες, υπέθεσε και είχε δίκιο. “Πήγαινε να περιμένεις στο αυτοκίνητο, θα σταθώ εγώ εδώ”, της είπε. Κάθισε στη θέση του οδηγού, έβγαλε τη μάσκα κι άφησε τον καφέ στην πλαστική θήκη πίσω από χειρόφρενο. “Πόσο μακριά είμαστε από το κτίριο, να είμαστε 20 μέτρα, 30, αν φωνάξω μέσα στο αυτοκίνητο θα με ακούσει κάποιος;”. Στο πίσω κάθισμα ήταν πεταμένο το πλαστικό της ηλιοπροστασίας – πρέπει να είχε ξεμείνει εκεί από το καλοκαίρι. Το άνοιξε και το στερέωσε με τις βεντούζες για να καλύπτει όλο το παρμπρίζ. Ούτε τη συννεφιά ήθελε να βλέπει, ούτε τους ανθρώπους.

“Fuck. Fuck, fuck, fuck, fuckity, FUUUUUCK”, κοπάνησε με τις παλάμες το τιμόνι, μάλλον δεν την είχε ακούσει κανείς, τώρα αν υπήρχε εκεί έξω καμία άλλη λύκαινα σε παρόμοια κατάσταση, ίσως και να αποτολμούσε να πλησιάσει το αυτοκίνητο. Άρχισε να τρώει τα χείλη της που είχαν ξεραθεί τόση ώρα έξω, έπιασε το μέτωπό της της με το αριστερό της χέρι και με το δεξί άρχισε να ψάχνει το τηλέφωνο μέσα στην τσάντα. Δυο φορές πρόλαβε να χτυπήσει.

“Καλημέρα, χίλια συγγνώμη για την ώρα και το απροειδοποίητο, μπορείς να μιλήσεις; Ωραία, εμείς ήρθαμε στην Επιτροπή, εγώ περιμένω στο αυτοκίνητο, ο Τάκης στην ουρά, τα έχουμε φέρει όλα νομίζω, αλλά έχω ταλαιπωρηθεί πάρα πολύ. Χτες το πρωί μού είπαν στο τηλέφωνο ότι έπρεπε να φέρω τα πρωτότυπα των εξετάσεων, σφραγισμένα, με υπογραφές δηλαδή και απ’ όλα, ενώ εγώ τα είχα σε email, πήγα σε τρία διαφορετικά κέντρα εξετάσεων, έψαχνα τους γιατρούς να σφραγίσουν, γιατί να μη μου το είχαν πει από την αρχή αυτό, τέλος πάντων, ο Τάκης έφυγε αξημέρωτα από το σπίτι για να πάρει σφραγισμένη την υστεροσαλπιγγογραφία, ευτυχώς αυτούς τούς είχε βρει εύκολα στο τηλέφωνο, χτες βράδυ έκανα υπερηχογράφημα στις 11, δεν έχω κοιμηθεί, έχω κλειστεί στο αυτοκίνητο, έχω βάλει την ηλιοπροστασία να μη με βλέπει κανείς και είναι Φλεβάρης μήνας, και προσπαθώ να μην ουρλιάξω να με ακούσουν όλες εκεί έξω, δεν περνάει η ώρα, δεν ξέρω τι να κάνω, έχω πάρει μαζί μου ένα βιβλίο και δε μπορώ να το ανοίξω, οριακά θέλω να βλέπω τον Τάκη”. Άρχισε να δακρύζει, “τσίμπησε” τη βάση της μύτης της για να φύγει η υγρασία, έμεινε δυο λεπτά έτσι, να ακούει την ψυχολόγο, την ευχαρίστησε πάρα πολύ και της το έκλεισε. Δυο ώρες μετά, ακούστηκε το όνομα “Πόπη Πότερ” από τα χείλη του σεκιουριτά και ο Τάκης έτρεξε να την φωνάξει. “Μαλάκα, τον ξέχασα ΔΥΟ ΩΡΕΣ ΜΟΝΟ ΤΟΥ”, συνειδητοποίησε και ίσως να την είχε πάρει και για λίγο ο ύπνος, τι σκατά έκανε δυο ώρες πάνω στο τιμόνι, ούτε τον καφέ είχε πιει.

 

Μπήκαν μέσα, ανέβηκαν μια μαρμάρινη σκάλα που φώναζε “Ελληνικό Δημόσιο” από μακριά, η υπάλληλος που τούς περίμενε ρώτησε το όνομα της Πόπης και μετά τούς είπε να βρουν το γραφείο 17. Η τοιχογραφία στον ελλαδικό χώρο άνθιζε από την προϊστορική εποχή μέχρι και σήμερα, αδιάκοπα, απόδειξη η επισήμανση για το εν λόγω γραφείο:

 

 

 

 

“Καθίστε, κυρία Πότερ” και θα σάς φωνάξουμε – είχε απέξω από την αίθουσα κάτι πλαστικές καρέκλες με βαθουλώματα, οι μισές από τις οποίες είχαν πάνω τους ριγμένες ασπροκόκκινες κορδέλες, για να μην υπάρχει συνωστισμός.

– Τάκη, τι θα γίνει αν έχουμε κάνει κάποιο λάθος;

– Δε θα έχουμε κάνει, τα είδαν και από το κέντρο.

– Ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημά μου, τίποτα δεν είναι προφανές σε αυτή τη διαδικασία, δηλαδή αν δεν είχαμε ρωτήσει τη μαία του γιατρού να μας πει ότι πρώτα κλείνεις το ραντεβού και μετά αρχίζεις να μαζεύεις τις εξετάσεις, θα είχαμε χάσει ένα δίμηνο. Τυχαία μού ήρθε και ρώτησα, νόμιζα πως τα κανόνιζαν όλα από εδώ. Τώρα δεν ξέρω τι πρόβλημα μπορεί να προκύψει.

– Τίποτα δε θα προκύψει κι αν προκύψει θα το λύσουμε αμέσως, μη νομίζεις πως έχουν όρεξη να μας βλέπουν κάθε μέρα, κι αυτοί τη δουλειά τους θέλουν να κάνουν.

– Τάκη…

– Έλα.

– Θες καφέ;

– Θέλω.

– Κι εγώ θέλω. Λες το e-food να φέρνει εκτός από καφέ, φαΐ, ψώνια ΚΑΙ μωρά;

– Το έψηνα να μάς συμβεί έτσι.

– Εγώ να δεις…

Η υπάλληλος, 50άρα, με έξαλλα καροτί μαλλιά και ανατομικά στρογγυλεμένα γοβάκια, εμφανίστηκε τους και τους είπε να περάσουν μέσα. Θυμήθηκαν και οι δυο τη μάνα του Tony Soprano και την αγαπημένη της φράση, “I wish the Lord would take me now”. “Καλημέρα”, είπαν και οι δυο, μόλις πέρασαν την πόρτα, η Πόπη είχε ιδρώσει τον φάκελο με τις παλάμες της, προχώρησε μπροστά στον πρόεδρο της Επιτροπής, τον άφησε μπροστά του και εκείνος τούς είπε να περάσουν έξω και ότι θα τους ειδοποιούσαν.

Δέκα λεπτά μετά, η υπάλληλος εμφανίστηκε και πάλι μπροστά στην Πόπη και τής ζήτησε να της βρει τον αριθμό μητρώου ΤΣΑΥ για έναν γιατρό που υπέγραφε μια από τις εξετάσεις. “Μμμναι, μάλιστα, να πάρω ένα τηλέφωνο το εξεταστικό κέντρο”, τής απάντησε, και απόρησε με τον εαυτό της για την ψυχραιμία της. “Τάκη, δώσε μου μια καραμέλα, θα πέσω κάτω”, είπε και άρχισε να τηλεφωνεί στο κέντρο όπου είχε κάνει τη συγκεκριμένη εξέταση δυο μήνες πριν. Εννοείται πως η γραμματέας δε μπορούσε να καταλάβει τι της ζητούσε και, πρωτίστως, για ποιο λόγο της το ζητούσε και όση ώρα ήταν στην αναμονή για να βρεθεί ο ίδιος ο γιατρός, ο οποίος π.χ. μπορούσε κάλλιστα να ξεγεννάει εκείνη την ώρα και να μην τον έβρισκαν διαθέσιμο ποτέ, η υπάλληλος ήρθε ξανά και τους είπε ότι χρειαζόντουσαν πρωτότυπη ληξιαρχική πράξη γάμου. “Μα είναι από το gov.gr”, είπε ο Τάκης. “Όχι, τη θέλουμε σφραγισμένη και υπογεγραμμένη από τον Δήμο ή το ΚΕΠ”, επέμεινε η υπάλληλος. “Πόπη, φεύγω, πάω να δω από πού θα πάρω πιο γρήγορα αντίγραφο”, της είπε και εκείνη δεν πρόλαβε να καταλάβει καν τι είχε γίνει και ο Τάκης κατέβαινε δυο δυο τα σκαλιά. Ο γιατρός δεν ήταν διαθέσιμος ούτε στο γραφείο του, ούτε στο ιδιωτικό ιατρείο, ούτε στο κινητό του. Η Πόπη ζήτησε τον προσωπικό αριθμό του του από τη γραμματέα του και ευτυχώς η ίδια κατάλαβε πως είχε αρχίσει να “σπάει” η φωνή της και της το έδωσε χωρίς αντιρρήσεις. Τού έστειλε ένα μήνυμα να επικοινωνήσει μαζί της άμεσα, χωρίς να διευκρινίσει γιατί. Από εκείνη την ώρα μέχρι που επέστρεψε ο Τάκης από το ΚΕΠ δε θυμόταν να έχει συμβεί τίποτα άλλο. Σαράντα λεπτά μετά, χτύπησε το κινητό της και ήταν ο γιατρός που είχε κάνει την εξέταση. Τής έδωσε τον αριθμό μητρώου του, εκείνη τον έγραψε σε ένα χαρτί και άρχισε να ψάχνει την υπάλληλο να της τον δώσει.

– Αυτό δεν είναι προστατευμένη πληροφορία από το GDPR; Γιατί ρωτάνε εμάς και δεν πήραν απευθείας τον γιατρό;

– Δεν ξέρω, δε με νοιάζει κιόλας τώρα, ελπίζω απλά να μη βγουν πάλι έξω να μας ζητάνε κάτι καινούργιο, π.χ. τι ομάδα είναι η μαμή του γυναικολόγου.

Δεν υπήρχε κανείς γύρω τους, εκτός από τους λερωμένους με δαχτυλιές τοίχους.

“Τρεις μήνες τρέξιμο για τις εξετάσεις, χώρια η χτεσινή μέρα που κράτησε 87 ώρες, συν 5 ώρες αναμονή σήμερα – Τάκη μια καραμέλα ακόμα σε παρακαλώ – τι κάνουν πια ελέγχοντας τον φάκελο, είναι προφανές ότι δε μπορούμε να κάνουμε παιδιά με φυσικό τρόπο, θα θέλαμε να ταλαιπωρούμαστε έτσι αν δεν υπήρχε σοβαρός λόγος; Τάκη, αν δεν μας εγκρίνουν την αίτηση θα πρέπει να τρώμε μαύρο ρύζι – βασικά όχι μαύρο, είναι πανάκριβο – θα πήξουμε στα ρεβίθια, θα πρέπει να παίρνω κι εγώ κι εσύ εξωτερικές δουλειές για να βγουν τα λεφτά για τα φάρμακα και τη διαδικασία, δεν θέλω να ζητήσω λεφτά από τους γονείς μας, θα μας δώσουν αν τούς το πούμε, αλλά ζορίζονται και οι ίδιοι, δε θέλω να φτάσουμε εκεί. Δεν ακούω τίποτα, δε μου αρέσει αυτή η ησυχία, μήπως όλο αυτό γίνεται γιατί δεν πρέπει να γίνουμε γονείς και κάποια δύναμη εκεί έξω μάς βάζει εμπόδια επί τούτου; Τηλεφώνησα στην Αλεξάνδρα χωρίς καν να της στείλω μήνυμα πριν, ενώ ξέρω ότι είναι στο γραφείο της τέτοια ώρα και έχει ραντεβού με άλλους, δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος, σε ξέχασα δυο ώρες στην αναμονή, δηλαδή δε σε ξέχασα, δεν ξέρω τι έπαθα, έκλεισα απότομα το τηλέφωνο στη μάνα μου, είπα ψέματα στον Κώστα – καλά, γι’ αυτό χέστηκα, αλλά έφαγε χώσιμο η Σόφη – ποιος θα μας δώσει πίσω τους τρεις μήνες που κάναμε τη μια εξέταση μετά την άλλη, μαζεύαμε δικαιολογητικά κι εγώ πήγαινα νωρίς για ύπνο για να μη με βλέπεις να κλαίω, κι όχι επειδή νύσταζα, πόσες φορές σού φώναξα χωρίς λόγο, πόσες φορές είπα όχι στους φίλους μας γιατί δεν ήθελα να δω κανέναν και να μιλήσω για το τι περνάμε, ποιος μαλάκας κάνει τόση φασαρία στο τηλέφωνο, α, η υπάλληλος είναι, μιλάει στο ασύρματο, έρχεται προς τα εμάς”.

Κρατούσε ένα χαρτί με κάτι υπογραφές: “Δικό σας, πήρατε την έγκριση”, είπε η υπάλληλος χαλαρά, “το χαρτί να το προσέχετε πάρα πολύ μη χαθεί, είναι απαραίτητο για όλη τη διαδικασία. Μέσα στην εβδομάδα θα μπορέσετε να τα παραλάβετε από το φαρμακείο μας, είναι ανοιχτό ως το απόγευμα”. Ο Τάκης άπλωσε το χέρι του να το πάρει και η υπάλληλος τον κοίταξε λες και της είχε βρίσει τη μάνα: “Στην κυρία Πότερ ανήκει το έγγραφο, όχι σε εσάς”. Δεν είχε καμία σημασία η επαγγελματική διαστροφή (ή υποχρέωση, αναλόγως πώς το βλέπει κανείς) της υπαλλήλου, η Πόπη πήρε το χαρτί, έγειρε το κεφάλι της πίσω στην καρέκλα και αισθάνθηκε περίπου πώς πρέπει να είναι όταν παίρνεις χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς ή όταν κερδίζεις το Τζόκερ. “Πόπη, το πήραμε, το πήραμε το ευρωπαϊκό”, είπε ο Τάκης και τής άρπαξε το χαρτί από τα χέρια για να το συνειδητοποιήσει.

– Τάκη, νομίζω ότι 2 ώρες σήμερα παραμιλούσα ή τέλος πάντων σκεφτόμουν φωναχτά ή σκεφτόμουν σκέτο, τώρα, πριν λίγο που έλεγα κάτι για ρεβίθια το άκουσες;

Την έπιασε από τους ώμους.

– Ούτε για ρεβίθια άκουσα, ούτε για φασόλια. Πάμε, θα πάρω εγώ τηλέφωνο τον γιατρό, εσύ φάε λίγη μπουγάτσα, είναι κρύα, δεν την έχω αγγίξει ούτε εγώ, δεν είχα όρεξη, φάε κάτι όμως. Κατέβηκαν τις σκάλες, βγήκαν από την κεντρική πόρτα, έξω περίμεναν ακόμα 4-5 άνθρωποι, είχε ησυχία, κανείς δε μιλούσε με κανέναν.

– Την ηλιοπροστασία την έβαλες για να μη μας κάψει η βροχή που έρχεται από την Πεντέλη;

– Όχι, για να χτυπιέμαι πάνω στο τιμόνι την έβαλα. Τάκη, άμα δεν πιάσει η θεραπεία τι θα κάνουμε;

– Θα πάμε ένα μεγάλο ταξίδι και μετά θα δούμε.

Έσκυψε πάνω του, αγκάλιασε με το δεξί της χέρι τη μέση του.

– Μέχρι την λίμνη Τσιβλού μπορούμε να πάμε, κι αυτό με το ζόρι.

– Έστω. Θα πάμε και μετά θα δούμε. Ήμασταν εδώ σήμερα, ακόμα είμαστε βασικά, αυτό μετράει. Τα πήραμε, γλιτώσαμε 1500 ευρώ.

– 500 ευρώ ανά μήνα αναμονής, καλά είναι.

– Πάμε;

– Ξεκίνα, έχεις να πάρεις και τον γιατρό.

– Μήπως θέλεις ένα πεϊνιρλί;

– Ούτε να το σκέφτεσαι.

Ο Τάκης έκανε όπισθεν και η Πόπη κρατούσε τον φάκελό τους λες και είχε πάρει το γράμμα της για το Hogwarts.

 

 

Πηγή φωτογραφίας: Tuyen Vo

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *