Ιστορίες της Koula Shaker

13. “Σφίξτε τη γροθιά σας παρακαλώ”

Είχα μετρήσει ήδη 33 μέρες. Ας πούμε, δηλαδή πως είχα 5-6 μέρες καθυστέρηση. Φυσικά και δεν ήμουν έγκυος, πεινασμένη ήμουν κι όταν λέω πεινασμένη εννοώ αυτή την κατάσταση όπου το πρωί ξεκινάς με μικρές γαστρονομικές προσδοκίες, δηλαδή βουτάς δυο ρημαδοπαξίμαδα στον ελληνικό, και μετά από μια ώρα τρως ένα γιαούρτι κατσικίσιο για να μην πέσεις τ’ ανάσκελα, το μεσημέρι τρως ό,τι έχεις μαγειρέψει – στο πιατάκι του γλυκού – και ακριβώς ένα τέταρτο μετά έχεις ανοίξει από Lila Pause μέχρι πατατάκια μπάρμπεκιου, σακούλια με χουρμάδες, τάπερ με γραβιέρες, κεσεδάκια με τσάτνεϊ ντομάτα (πάει με τη γραβιέρα, δε φταίω εγώ) και κάτι πρετζελάκια που είχες ξεχάσει στο ντουλάπι από τα Χριστούγεννα. Του ’19.

 

 

Δεν είναι πως με περίμεναν τα σπα ή κάποια παραλία, εξετάσεις ήθελα να πάω να κάνω και συγκεκριμένα ό,τι μου είχε γράψει ο γιατρός που είχαμε επισκεφτεί με τον Θανάση λίγο μετά την προηγούμενη περίοδό μου. Οι εξετάσεις ήταν οι κλασικές ορμονικές, από αυτές που γίνονται κατά προτίμηση την 2η με 3η ημέρα της περιόδου (περισσότερα έχω γράψει γι’ αυτές εδώ). Και, φυσικά, όταν πρέπει να σου έρθει περίοδος για χ λόγους, πάντα κάτι θα συμβεί και θα καθυστερήσει – λέγε με “άγχος” – και on top of that, όταν έχεις τη δική μου συναισθηματική κατάσταση σκέφτεσαι συνέχεια “πόσο άχρηστη είσαι, μια φορά το μήνα τουλάχιστον είχες περίοδο, ΟΥΤΕ ΑΥΤΟ ΔΕ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΤΩΡΑ;

 

 

 

Τέλος πάντων, η επίσκεψη στον γιατρό είχε πάει, θεωρητικά, καλά. Όταν λέμε “καλά” βέβαια, εννοούμε ότι μού πήρε ιστορικό, με εξέτασε, μού έκανε υπέρηχο, μού έγραψε τις εξετάσεις και μου είπε “όταν έχεις τα αποτελέσματα, τα στέλνεις στη γραμματεία και κλείνουμε το επόμενο ραντεβού”. Ο γιατρός ήταν γενικά συμπαθής, βέβαια την πρώτη φορά που θα δεις κάποιον πάροχο υγείας, ακόμα και η Bellatrix Lestrange να είναι, θα προσπαθήσει να δείξει ένα καλύτερο πρόσωπο, αν είναι να σε πιάσει πελάτισσα. Στο πρώτο εκείνο ραντεβού είχα μείνει γενικά ευχαριστημένη, ωστόσο επειδή οι ιατρικές μου γνώσεις είναι λίγο περισσότερες από αυτές του μέσου ανθρώπου, δεν είχα και ιδιαίτερες απορίες που ήθελα να μου λύσει – ή τουλάχιστον αυτό νόμιζα. Βέβαια, κι ο ίδιος δεν πήρε την πρωτοβουλία να εξηγήσει ποιες είναι οι διάφορες μέθοδοι εξωσωματικής γονιμοποίησης, για να έχουμε μια ιδέα, αλλά ok, τι να προλάβεις να πεις στο πρώτο ραντεβού;

 

Από τη μικρή online έρευνα αγοράς που είχα κάνει (μικρή γιατί ψυχολογικά δεν είχα αντοχές να κάνω μεγαλύτερη) είχα βρει αρκετά κέντρα που ασχολούνται με την εξωσωματική γονιμοποίηση και δεν ήμουν καθόλου σίγουρη για το ποια ήταν τα κριτήρια βάσει των οποίων έπρεπε να επιλέξουμε πού θα πηγαίναμε. Τέλος πάντων, ήλπιζα να μας “κάτσει” η φάση με τον συγκεκριμένο γιατρό, όχι τίποτα άλλο, διότι Ο ΚΑΙΡΟΣ ΠΕΡΝΟΥΣΕ και ΧΑΝΑΜΕ ΧΡΟΝΟ, κάτι που επαναλάμβανα συνέχεια στον Θανάση και στον εαυτό μου, για να βασανιζόμαστε όμορφα κι ωραία όλοι μαζί. Ο χρόνος, βέβαια, είναι κάτι σχετικό.

 

Ο μήνας ήταν ήδη Μάρτιος και κανείς δεν μας είχε προετοιμάσει για το τι θα επακολουθούσε, αλλά αυτά θα τα πούμε σε επόμενο επεισόδιο.

 

 

 

 

Στις 36 μέρες αναμονής, η περίοδος κατέφτασε, σαν τους 4 καβαλάρηδες της Αποκάλυψης, με αίμα, πόνο, δυσφορία και εξάντληση επιπέδου “πρώτη μέρα εκπτώσεις στα Ζάρα της Ερμού και ψάχνεις ένα συγκεκριμένο μπλουζάκι ανάμεσα σε βουνά από τρεις χιλιάδες κομμάτια” (προ COVID αυτά, αλλά μόνο τέτοια παραδείγματα αντέχει το σύστημά μου αυτή τη στιγμή). Εννοείται πως η πρώτη μέρα ήταν Κυριακή, για να είναι όλα τα διαγνωστικά κέντρα κλειστά και να μη μπορώ να πάρω αμέσως τηλέφωνο να κλείσω ραντεβού για την 3η ημέρα – κατά τη διάρκεια της οποίας έπρεπε να κάνω τις εξετάσεις. Από το κέντρο μού είπαν πως μπορούσα και την 4η και την 5η, αλλά γιατί να καθυστερήσω κι άλλο, για να ασπρίσουν λίγες ακόμα από τις τριχούλες του κεφαλιού μου; Δε νομίζω. Τη Δευτέρα πήρα τηλέφωνο στο πλησιέστερο διαγνωστικό – γιατί είμαι και γνωστή τεμπέλα – και μου είπαν ότι για αιματολογικές μπορούσα να πάω οποιαδήποτε ώρα ήθελα, αρκεί να ήμουν νηστική.

 

 

 

Καθόλου δε φοβάμαι τις βελόνες, τις εξετάσεις και τα νοσοκομεία, δύο όμως είναι τα πιο τρομακτικά πράγματα για μένα σε αυτές τις περιπτώσεις: οι καθυστερήσεις και οι ουρές. Διότι πάντοτε, ακόμα κι αν χιονίζει έξω και τα γκρέιντερ έχουν ήδη βγει να καθαρίσουν τις κεντρικές οδούς, ακόμα κι αν εκεί που κάποτε βρισκόντουσαν τα ένδοξα Πετράλωνα έχει ξεπηδήσει ένα ηφαίστειο έτοιμο να σκάσει, ακόμα κι αν η θάλασσα του Πειραιά έχει φτάσει ως την Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων, ό,τι, μα ό,τι κι αν συμβαίνει εκεί έξω, πάντα θα υπάρχει η πιθανότητα να πετύχεις ουρά και αναίτια καθυστέρηση σε ένα διαγνωστικό κέντρο – κοινώς κάποιοι θα έχουν έρθει χωρίς λόγο να στηθούν σε μια ουρά, έτσι “για τη φάση”. Θα μου πεις, ποια είσαι κοπέλα μου, η Δούκισσα του Κέμπριτζ και δε μπορείς να περιμένεις λίγη ώρα; Δεν έχω κανένα θέμα με τις ουρές (με τις καθυστερήσεις έχω και είναι και #διπλής αλλά έρχονται πακέτο με τις ουρές και τι να κάνεις), αρκεί παράλληλα να μην υπάρχει εκεί έξω μια πανδημία σε έξαρση. Κι επίσης, όσα μέτρα κι αν έχει πάρει το κάθε διαγνωστικό κέντρο, ποτέ δεν ξέρεις ποιος ή ποια θα μπει μέσα με τη μάσκα φορεμένη – παρεό, στα γοφά σχεδόν, σα να μην τρέχει τίποτα και, κυρίως, σα να μην μπήκε σε μέρος όπου ενδέχεται να υπάρχει γύρω του άρρωστος κόσμος. Υπόψιν ότι εκείνη την περίοδο που έκανα αυτές τις εξετάσεις, δεν είχε έρθει ακόμα η σειρά μου να εμβολιαστώ, οπότε δεν είχα ούτε αυτό το comfort.

 

Τέλος πάντων, εκείνη την Τρίτη κατάφερα και βρήκα το “χρυσό χρονικό παράθυρο” (δεν ξέρω αν υπάρχει αυτός ο όρος, το “χρυσό” το έβαλα γιατί χρειάζονται λίγο γκλαμ αυτές οι καταστάσεις, ώστε να είναι “παλέψιμες” – μια ακόμα λέξη που δεν υπάρχει) κατά τη διάρκεια του οποίου στο διαγνωστικό κέντρο περίμεναν πριν από μένα μόλις δύο κυρίες. Προφανώς και δέκα λεπτά μετά μπήκε μέσα ένας μπάρμπας με τη μάσκα κατεβασμένη – αλλά αυτός είχε πιθανότατα κάνει το εμβόλιο και δεν τον ένοιαζε αν τυχόν ήταν φορέας του ιού να μας τον μεταδώσει, θα την έβγαζε τη χρονιά έτσι κι αλλιώς.

 

 

 

 

Το αισθάνεστε κι εσείς το άγχος μου; Το αισθάνεστε, ωραία, γιατί τη στιγμή που περιμένεις να μπεις για να σου πάρουν αίμα ώστε να μάθεις αν τελικά μπορείς να κάνεις παιδιά, είσαι τόσο στρεσαρισμένη που δεν ξέρεις αν θέλεις να κοπανήσεις ό,τι βρεις μπροστά σου (κατά προτίμηση με το δικό σου κεφάλι) ή να αγκαλιάσεις τους αγνώστους για να πάρεις λίγη θετική ενέργεια (παρότι δεν είναι σωστό διότι “φονική πανδημία”, όπως προείπα) από την καλοσύνη των ξένων. Τελικά, δεν κάνεις τίποτα από τα δυο κι απλώς μπαίνεις στην αίθουσα αιμοληψίας, σηκώνεις το μανίκι σου, η νοσοκόμα σού λέει να “σφίξεις τη γροθιά σου” και σε δευτερόλεπτα το πρώτο μαρτύριο έχει τελειώσει. Το δεύτερο μαρτύριο είναι η αναμονή για να πάρεις στα χέρια σου τα αποτελέσματα και το τρίτο η ερμηνεία τους. Στο μεταξύ εσύ έχεις μείνει με τη γροθιά σφιγμένη, σαν να έχεις κολλήσει στο χρόνο, γιατί σκέφτεσαι μεταξύ άλλων κι ένα ακόμα πράγμα: το βάρος της φύσης είναι άδικα μοιρασμένο, δε μπορείς να κάνεις κάτι γι’ αυτό, αλλά και το email των αποτελεσμάτων, εσύ πρέπει να το περιμένεις, σαν τον Άγιο Βασίλη όταν ήσουν παιδί; Και μάλιστα χωρίς να ξέρεις τι είναι το “δωράκι” που περιλαμβάνει;

 

 

 

Πηγή φωτογραφίας: Natracare

2 Comments

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *