
4. Πονάει πάντα η πρώτη φορά ή αλλιώς “Κούλα, μ’ ακούς;”
“Κούλα, Κούλα, μ’ ακούς, ξύπνα Κούλα”, φώναξε μετ’ επιτάσεως η αναισθησιολόγος κάποια στιγμή κι αντί να της απαντήσω “πολύ κωλόπαιδο ο Κυριάκος” – ξύπνησα από το λήθαργο, μούγκρισα ελαφρά, ξαναείδα το φως και τον τραυματιοφορέα να με λύνει (ή να με δένει, όρκο δεν παίρνω τι από τα δυο) και να με μεταφέρει στο φορείο σαν να ήμουν πούπουλο – ακόμα και στα πιο άσχετα μέρη, αν υπάρχει δυνατότητα να αισθανθώ αδύνατη, την εκμεταλλεύομαι το δίχως άλλο.
Η δεύτερη εικόνα που είχα μετά τη νάρκωση ήταν αυτή του γιατρού (μάλλον δηλαδή αυτός ήταν, διότι και τον Χαβιέ Μπαρδέμ να είχαν φέρει να με χειρουργήσει, δε θα το καταλάβαινα χωρίς τα γυαλιά μου), ο οποίος μου είπε “ευτυχώς το βγάλαμε, είχε πάει 12 εκατοστά”.
Αν θυμάμαι καλά, γούρλωσα τα μάτια μου, γιατί μιλιά δεν είχα ακόμα λόγω της νάρκωσης και όσο με μετέφεραν στο δωμάτιο ανάνηψης σκεφτόμουν δυο πράγματα, πρώτον πού χωρούσαν 12 εκατοστά μήκος ινομυώματος (πάχος δεν τόλμησα να ρωτήσω καν) σε μια τόσο μικρή κοιλιά και δεύτερον τι ωραία που κατάφερα να ξυπνήσω και όλο αυτό δεν κατέληξε κάπου άσχημα, δηλαδή να διαπιστώνω ότι ο αρχάγγελος Μιχαήλ πράγματι υπάρχει και ότι, μάλιστα, είναι φτυστός ο Γιώργος Μαζωνάκης.
Στο δωμάτιο ανάνηψης προσπάθησα να πω κάτι στη νοσοκόμα, άρχισα να δακρύζω γιατί δε μου έβγαινε φωνή, άρχισε αυτή να μου λέει “κλαις, γιατί κλαις”, έχασα μια ευκαιρία να της απαντήσω με στίχο του Σταμάτη Γονίδη, συνειδητοποίησα ότι η κοιλιά μου βρισκόταν στη θέση της και ότι δεν αισθανόμουν κάτι – για την ώρα – και πως σε λίγο θα ανέβαινα, τέλος πάντων, στο δωμάτιο, κι αυτό ήταν το μόνο που είχε σημασία. Α, και το να φάω κάποια στιγμή, αλλά αυτό θα συνέβαινε πολύ αργότερα.
Την ίδια στιγμή, ο έρμος ο Θανάσης (συγγνώμη, δε σας σύστησα τόση ώρα, ο Θανάσης είναι ο σύζυγος) περίμενε ολομόναχος – συνολικά δε μπορώ να θυμηθώ για πόσες ώρες – πιθανότατα όμως να είχε καταφέρει να διαβάσει το Πόλεμος και Ειρήνη. Ευτυχώς ο γιατρός τον είχε πάρει τηλέφωνο να του πει για την τελευταία αργοπορία που είχαμε, οπότε ήξερε ότι δεν κινδύνευα και ότι από στιγμή σε στιγμή θα επέστρεφα στο δωμάτιο, όπου θα παρέμενα προληπτικά για εκείνο το βράδυ.
Μόλις με ξάπλωσαν στο κρεβάτι και ήρθε η πρώτη νοσοκόμα να μου προσθέσει αναλγητικά στον ορό έκανα την ερώτηση – κλειδί (ξέρετε ποια) για να πάρω την απάντηση “θα πιείτε ένα τσάι, μάλλον αύριο”, οπότε αρκέστηκα στο να πιω ένα ποτήρι νερό από την κανάτα που είχε εναποθέσει η κυρία στο βοηθητικό ντουλάπι δίπλα μου. Στο μεταξύ είχα αρχίσει να νιώθω ελαφριά τσιμπηματάκια γύρω από τον αφαλό, και σε εκείνη τη χρονική στιγμή μου είχε καταστεί σαφές ότι δεν υπήρχε περίπτωση να κοιμηθώ, έστω, γερμένη στο πλάι, πόσο μάλλον μπρούμυτα (το να μην κοιμηθώ καθόλου το είχα αποκλείσει ήδη, έστω κρεμασμένη ανάσκελα σαν τη νυχτερίδα, θα τα κατάφερνα). Να τονίσω στο σημείο αυτό ότι ανάσκελα πρέπει να έχω κοιμηθεί μια φορά στη ζωή μου, κατά λάθος, ένα μεσημέρι όσο ήμουν ακόμα φοιτήτρια, που είχα γυρίσει ξημερώματα από μπουζούκια (Χρήστο Πάζη – Ειρήνη Μερκούρη πριν πάθει “καλόγρια”) και το πρωί κάποιος είχε βάλει τρυπάνι στην πολυκατοικία, με αποτέλεσμα να λιποθυμήσω, απλά, στον καναπέ κάποια στιγμή το μεσημέρι.
Κάθε μια ωρίτσα ερχόταν και μια νοσοκόμα για να μου πάρει αίμα ή να βάλει/ βγάλει κάτι από τον ορό και με αυτά δεν είχα κανένα θέμα, διότι ούτε τους ορούς φοβάμαι, ούτε τις βελόνες, ούτε τα αίματα, απέκτησα όμως σοβαρό θέμα με το ζήτημα “νερό”, όταν η αρχιπροϊσταμένη μού είπε πως “αν δεν πιεις όλη την κανάτα, οι ουσίες της νάρκωσης δε θα αποβληθούν και δεν έχεις να πας πουθενά”.
Όσοι με ξέρουν έστω και λίγο – συγγνώμη και για αυτό το oversharing – καταλαβαίνουν πως δεν έχω χειρότερο να ξυπνάω μέσα στη νύχτα επειδή κατουριέμαι.
Η συνέχεια ήταν πολύ αστεία (μπα σε καλό μου), διότι έπρεπε κάθε μια ώρα να σηκώνομαι για κατούρημα, να γέρνω πάνω στον ορό μέχρι να φτάσω στην τουαλέτα, χωρίς όμως να γλιστρήσω και να σαβουριαστώ, να βρίζω – αυστηρά από μέσα μου – για να μην ξυπνήσω τις άλλες δυο κοπέλες που κοιμόντουσαν στο δωμάτιο και, κυρίως, να αντέχω τον πόνο σε όλη την επιφάνεια της κοιλιάς, ενόσω μού είχαν φορέσει ένα βρακί μιας χρήσης το οποίο ήταν σαν λευκό καλσόν – δίχτυ, από αυτά που σετάρονται υπό κανονικές συνθήκες μόνο με λευκή μίνι φούστα βινύλ και ασορτί μπότα με φιάπα. Και σε ένα από τα πολλά “πού πας μωρή ν’ αλλάξεις πλευρό, δε σου είπαν ότι δεν κάνει να πιέζεις τις τομές”, ένιωσα την πρώτη σοβαρή σουβλιά από αριστερά και, στα μουγκά, ένεκα ο σεβασμός στις συνασθενείς, σκέφτηκα τον Αγγελάκα να “σέρνει” τα φωνήεντα στο “πονάει για πάντα, η πρώτη φορά” κι εμένα να λιποθυμώ μέσα σε ένα συναυλιακό πλήθος έτοιμο να με ποδοπατήσει.

